- ὁδαγός
- ὁδ-ᾱγός, ὁ, [dialect] Dor. for ὁδηγός, Gp.18.17.8, Phot.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οδαγός — ὁδαγός, ὁ (Μ) βλ. οδηγός … Dictionary of Greek
ὁδαγός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁδαγῷ — ὁδαγός masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οδηγός — Στη γεωμετρία προκειμένου για μια επιφάνεια ευθειογενή, Ε, κάθε καμπύλη της επιφάνειας αυτής, που τέμνει κάθε γενέτειρα της σε ένα μόνο σημείο (κάθε μία από τις ευθείες της Ε ονομάζεται μία γενέτειρά της). Έτσι κάθε τομή από επίπεδο μιας… … Dictionary of Greek